- ανθοδίαιτος
- ἀνθοδίαιτος, ον (Α)(για τη μέλισσα) αυτή που τριγυρίζει στα άνθη και τρέφεται απ' αυτά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνθοδίαιτε — ἀνθοδίαιτος living on flowers masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)